κατευθυνόντων

κατευθυνόντων
κατευθῡνόντων , κατευθύνω
make
pres part act masc/neut gen pl
κατευθῡνόντων , κατευθύνω
make
pres imperat act 3rd pl
κατευθῡνόντων , κατευθύνω
make
pres part act masc/neut gen pl
κατευθῡνόντων , κατευθύνω
make
pres imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατευθύνω — (AM κατευθύνω) ασκώ κυριαρχική επιβολή σε κάποιον, τὸν επηρεάζω στις ενέργειές του, διευθύνω, καθοδηγώ (α. «η λογική πρέπει να κατευθύνει τους λόγους και τις πράξεις μας» β. «κατευθυνέτω τὰς φύσεις τῶν παίδων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. μέσ. κατευθύνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”